- εξορούω
- ἐξορούω (Α)πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξορούειν — ἐξορούω leap jorth pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώρουσεν — ἐξορούω leap jorth aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξορούω — Α εξορμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξορούω «πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά»] … Dictionary of Greek
συνεξορούσας — συνεξορούσᾱς , σύν ἐξοράω see from afar pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) συνεξορούσᾱς , σύν ἐξοράω see from afar pres part act fem gen sg (epic doric ionic) συνεξορούσᾱς , σύν ἐξοράω see from afar pres part act fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)